ἑκατόγγυιος

ἑκατόγγυιος
ἑκᾰτόγ-γυιος, ον,
A with a hundred limbs or bodies, κορᾶν ἀγέλα ἑκατόγγυιος a band of 100 maidens, Pi.Fr.122.15.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκατόγγυιος — ἑκατόγγυιος, ον (Α) αυτός που αποτελείται από εκατό μέλη ή σώματα …   Dictionary of Greek

  • ἑκατόγγυιον — ἑκατόγγυιος with a hundred limbs masc/fem acc sg ἑκατόγγυιος with a hundred limbs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”